φυσιολόγος

φυσιολόγος
ο , η физиолог

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "φυσιολόγος" в других словарях:

  • φυσιολόγος — Βυζαντινό ποίημα, που γράφτηκε τον 13o αι. μ.Χ. Αποτελείται από 1131 ανομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, ανάμεσα στους οποίους παρεμβάλλονται δυο πεζά κομμάτια. Το έργο αυτό είναι ένα από τα κυριότερα της δημοτικής βυζαντινής παραγωγής …   Dictionary of Greek

  • φυσιολόγος — ο 1. επιστήμονας που ασχολείται ειδικά με τη φυσιολογία (βλ. λ.). 2. (μερικές φορές) ο φυσικοθεραπευτής (βλ. λ.) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυσιολόγοις — φυσιόλογος one who inquires into natural causes and phenomena masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολόγου — φυσιόλογος one who inquires into natural causes and phenomena masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολόγους — φυσιόλογος one who inquires into natural causes and phenomena masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολόγων — φυσιόλογος one who inquires into natural causes and phenomena masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολόγως — φυσιόλογος one who inquires into natural causes and phenomena masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φυσιολόγῳ — φυσιόλογος one who inquires into natural causes and phenomena masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμβρυολογία — Επιστήμη που μελετά την ανάπτυξη των οργανισμών, από τις πρώτες διαιρέσεις του ζυγωτού έως την ολοκλήρωση του σχηματισμού των οργάνων του ατόμου. Οι μέθοδοι που ακολουθεί είναι περιγραφικές (ε. των φυτών· ε. των ζώων· ε. του ανθρώπου),… …   Dictionary of Greek

  • φυσιολόγως — Μ επίρρ. όπως ο φυσιολόγος, με διερεύνηση τών φυσικών αιτίων και φαινομένων. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυσιολόγος + επιρρμ. κατάλ. ως] …   Dictionary of Greek

  • Γαλβάνι, Λουίτζι — (Luigi Galvani, Μπολόνια 1737 – 1798). Ιταλός γιατρός και φυσιολόγος. Αρχικά σπούδασε θεολογία και αργότερα ιατρική, ακολουθώντας τη συμβουλή των γονιών του. Μετά τη δημοσίευση της σημαντικής διατριβής του Περί του σχηματισμού των οστών (1762),… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»